- ὑδραλετικός
- ὑδρᾰλετ-ικός, ή, όν,A of a water-mill,
μύλος Edict.Diocl.15.54
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μύλος Edict.Diocl.15.54
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υδραλετικός — ή, όν, Α [ὑδραλέτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύδραλέτη … Dictionary of Greek